κοινοτοπικός

κοινοτοπικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στην κοινοτοπία, αυτός που στερείται πρωτοτυπίας.
επίρρ...
κοινοτοπικά και -ώς
με κοινοτοπικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» < φρ. κοινός τόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοινοτοπικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοινοτοπία, κοινός, πεζός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • πεζολόγος — ο 1. αυτός που γράφει ή μιλάει σε πεζό λόγο. 2. ακαλαίσθητος, κοινοτοπικός λόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”