- κοινοτοπικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στην κοινοτοπία, αυτός που στερείται πρωτοτυπίας.επίρρ...κοινοτοπικά και -ώςμε κοινοτοπικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» < φρ. κοινός τόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.